Tα χέρια του πατέρα.

Μόλις έπεφτε ο ήλιος
μια κόκκινη σκόνη σκαρφάλωνε κι έβαφε τα φύλλα της καρυδιάς
καθώς το κάρο του πατέρα άφηνε δυο λεπτές γραμμές πάνω στο χώμα της αυλής

Τότε εμείς ακουμπούσαμε το ψωμί με το λάδι πάνω στο τραπέζι
και τρέχαμε γύρω του
Αυτός γελώντας άπλωνε τα χέρια του πάνω απ’ τα κεφάλια μας
Οι παλάμες του γεμάτες αυλάκια από το μόχθο και το χρόνο
ήταν για μας ολάκερος ο κόσμος
Μέσα τους έβλεπες τους κάμπους με τα στάχυα
την ευλογία της άνοιξης
τη θλίψη του φθινόπωρου
Άκουγες το τραγούδι των σπαρτών
για το πρωινό αντάμωμα με τον ήλιο
Το γέλιο και το θρήνο του σπορέα
Τη σταγόνα της βροχής να σπαρταράει
πάνω στην πέτρα
Ο πατέρας λες και διάβαζε τα έκπληκτα μάτια μας
γελούσε πιο δυνατά
μας σήκωνε στην αγκαλιά του
κι ύστερα χανόταν στο βάθος του σπιτιού
Γυρίζοντας πίσω στο μισοτελειωμένο ψωμί
βλέπαμε λυπημένοι τη μέρα που ήρεμα ξεψύχαγε
Σίγουρο για τη δύναμή του
έπεφτε αβίαστα το σκοτάδι
κάνοντας τις σκιές να μεγαλώνουν
Τίποτα δεν του αντιστεκόταν
ακόμα και τα λουλούδια στη γλάστρα
έσκυβαν το κεφάλι νικημένα κι έκλειναν
Αργά το βράδυ πίσω από το παράθυρο
βλέπαμε έξω στη αυλή το κάρο
που φάνταζε σαν ένα παράξενο ακίνητο ζώο
Ακούγαμε το πάλεμα της γέρικης καρυδιάς
με τον άνεμο
Κλείναμε τα μάτια
Κρύβαμε πεφταστέρια κάτω από το μαξιλάρι
για όνειρα
και κοιμόμασταν.
Διαδρομή ΙΙ, από τη συλλογή Μωβ σημαία (1981) του Γιάννη Τόλια
Πηγή:newagemama.com

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Τρύγος και το κρασί στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα.