Γιατί νὰ φύγῃς, ἀγόρι μου;..

-...Γιατί νὰ φύγῃς, ἀγόρι μου, γιατί νὰ φύγῃς; / Ἦταν ὅμορφα, γιόκα μου, γιόκα μου – γιατί νὰ φύγῃς; / Κι ἂς ἔλειπε τὸ ψωμί, κι ἂς ἔλειπε τὸ λάδι, κι ἂς ἔλειπε τὸ κάρβουνο – τὰ κουτσοπορεύαμε, / ἦταν ἥσυχα μέσα στὸ σπίτι, γιόκα μου, / καὶ τὸ παλιό κρεββάτι, μὲ τὰ μπρούντζινα πόμολα, ἦταν γερό καὶ σοβαρό σὰν Ἅγια Τράπεζα / ὅταν πλάγιαζες πάνω του φέγγαν τὰ μπρούντζινα πόμολα / σὰν τέσσερις ἥλιοι, ἀγόρι μου, ἔφεγγε ἡ κάμαρα / κι ἄκουγα τὴν ἀνάσα σου – γέμιζε ἡ κάμαρα / γέμιζε κ' ἡ καρδιά μου, ὅπως γεμίζει τὸ παλιό σταμνί στὴ βρύση, / καὶ τὸ τραπέζι ἦταν σίγουρο σάν τὰ δέντρα, / κ' οἱ καρέκλες ἦταν σίγουρες σά μικρές σκάλες που ἀνεβάζουνε σ' ἕνα μικρό-μικρό παράδεισο, / καὶ τὰ πιάτα γυάλιζαν φρεσκοπλυμένα στὴν πιατοθήκη / σά μιὰ σειρά καλοκαιριάτικα φεγγάρια... Γιατί νὰ φύγῃς;..[]

- - - -Γιέ μου, παιδί μου, ἀγόρι μου, [] / φεγγάρι μου! [] / Πές μου νὰ μάθω τὸν ἀγέρα ποὺ σὲ πῆρε, γιόκα μου, / μυρίζοντας τὸ χῶμα σάν τὴ σκύλα / χνάρι τὸ χνάρι νὰ σὲ βρῶ κάτου στὴ γῆ, πάνου ἀπ' τ' ἀστέρια! [] // Μήν εἴδατε, καλοί μου, ἕνα παιδί, τῆς πιὸ ξανθῆς ροδακινιᾶς τ' ἀνίψι / ἕνα παιδί ποὺ κοίταζε ἴσα στὴν καρδιά / ἕνα παιδί στὰ χρόνια τῆς καρδιᾶς μου / ἕνα παιδί στὸ μπόι τῆς καλωσύνης / ἕνα παιδί στὸ χρῶμα τοῦ φιλιοῦ / ἕνα παιδί ξαδέρφι τοῦ καλοκαιριοῦ / μ' ἕνα φεγγάρι θαλασσί σκουφάκι στὸ κεφάλι / μὲ δυό χιλιάδες παραθύρια ὁλάνοιχτα στὰ μάτια του;..[] // Ἄχ, ἡ ματιά του σταροχώραφο τὸ μεσημέρι / ἀνήξερα τὰ χωματένια χέρια του / σάν καὶ τὴ ζέστα τοῦ περιστεριοῦ τὸ ριζοφτέρουγο / ἔτσι ἥμερος ἀπὸ βουνίσιο ἀγέρα σὰν ὀρθό χαμόγελο / ἔρριχνε πικραμύγδαλα καὶ κουκκουνάρια στὰ ρηχά τῆς ἐρημιᾶς μας / καὶ κεῖνο τὸ παλιό μηδενικό στὰ χέρια του παλιά δεκάρα / τὴν ἔρριχνε ψηλά κορῶνα-γράμματα / ἐδῶ στὸ δρόμο, στὴν αὐλή μας, στὸ τραπέζι, / καὶ τὸ κουδούνισμά της ἦταν ἔρωτας!.. [] // Ἐγώ κ' ἡ γριά ἡ νυχτιά – χαροκαμμένο ἀντρόγυνο – / κάτσαμε καὶ τὸν κλάψαμε ὣς μές στὰ κόκκαλά μας, / ὕστερα γυά- λίσαμε τὰ παπούτσια του, / σιδερώσαμε τὰ ροῦχα του καὶ τὸν περιμένουμε... / Δέ μπορεῖ νὰ μήν ἔρθῃ – δέ μπορεῖ!.. / Εἴμαστε τόσο πικραμένοι, γιόκα μου, / ἐγώ κ' ἡ νύχτα ἡ μάνα σου / ἄλλη φωνή δέν ἔχουμε νὰ σὲ φωνάξουμε / ἄλλη φωνή δέν ἔχουμε νὰ κλάψουμε / – εἴμαστε τόσο κουρασμένοι, ἀγόρι μας, / μᾶς ἔπιασε βροχή ἀπ' τὸ χέρι καὶ μᾶς πάει...[]
- - - -Τὸ αἷμα ποὺ πίνει ἡ ἐρημιά, ἡ ζωή τὸ παίρνει πίσω / – μπουκώνω μ' ἕνα βράχο τὸ λαρύγγι μου μὴν ξεφωνίσω / φράζω τὰ δόντια μὲ βουνά κ' ἡ κραυγή πάλι βγαίνει! / Στὰ βράχια λυώνουνε τρακόσοι σκοτωμένοι / κι ὁ γιός μου, τὸ φεγγάρι μου, δέ φαίνεται στὸν κόσμο!.. [] / Δεῖξε μου τὰ χέρια σου νὰ πιστέψω ! Ξεκούμπωσε / τὸ πάνου κουμπί τῆς σιωπῆς, νὰ δῶ τὴ γραμμή τοῦ κόρφου σου..- / νὰ δῶ, νὰ καταλάβω πὼς κρατᾶς τὸ τσιγάρο σου / τ' ἀπόβραδα μπροστά στὸ κατώφλι τοῦ ἀποσπερίτη, / τὴν ὥρα ποὺ τὸ σπίτι μας ἔρχεται νὰ σὲ βρῇ, / μαζί κ' ἡ μικρὴ λεμονιά ἡ ξαδερφοῦλα σου, / μαζὶ κι ὁ κουβάς τοῦ πηγαδιοῦ σὰν τὸ καπέλλο τοῦ καλοκαιριοῦ, / μαζί καὶ τὸ περβόλι μας φτιάχνοντας σαπουνάδα τ' ἄσπρα του λουλούδια, / σάν ἀγαθός γερο-μπαρμπέρης τὸ περβόλι μας / νὰ σοῦ ξυρίσῃ ὅλη τὴν πίκρια ἀπὸ τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ξυράφι τοῦ μισοφέγγαρου...[]
- - - -Ἀγόρι μας, νὰ τυλιχτῇς!.. Ἔχει ὑγρασία τὰ ξημερώματα. / Τὰ βράδυα πέφτει τὸ φεγγάρι μὲς στὰ βράχια ἀμίλητο..- / ἄ, τὸ φεγγάρι! παγωμένο τὸ φεγγάρι! / γαλάζιο τὸ φεγγάρι, κρούσταλλο, / ὁ παγωμένος καταρράχτης κρέμεται / μὲς στὸν ἀγέρα ἀγέρας κρούσταλλο – νὰ φυλαχτῇς, ἀγόρι μας!..[]
- - - -Κ' ἐγώ, παιδί μου, που ἔτρεχα μ' ἕνα ραβδί τὸν κόσμο / ἔχασα τὸ ραβδί μου, γιέ μου, τὸ χοντρό ραβδί μου / νὰν τὸ χτυπάω στὸ κούτελο, νὰν τὸ χτυπάω στὸν τοῖχο, / νὰ δίνω τὸ ρυθμό στὸ κῦμα ποὺ μὲ πνίγει, / νὰ σὲ κρατάω ἔξω ἀπ' τὸ κῦμα ποὺ μὲ πνίγει, / κι ὄξω τὸ καύκαλό μου ἀπὸ τὸ κῦμα νὰ σοῦ φέγγῃ, γιόκα μου, φεγγάρι!.

Γιάννης Ρίτσος

Πηγή:poetry-in-greece.blogspot.gr/

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Τρύγος και το κρασί στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα.