Αναρτήσεις
Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2015
Το συρτάρι του πατέρα.
Κάθε πατρικό σπίτι έχει ένα συρτάρι με «μυστικά». Ενα συρτάρι που ασκεί έντονη γοητεία στα μάτια ενός παιδιού, που φαντάζεται πως στο εσωτερικό του βρίσκονται κρυμμένα θαύματα, περίεργα αντικείμενα και άγνωστοι, ξεχασμένοι θησαυροί μιας άλλης εποχής. Κι όταν με την εξερεύνηση η παιδική περιέργεια ικανοποιείται, η έκπληξη έρχεται τελικά από κει που δεν το περιμένεις:
"Χάρισμά σου".
Θυμούμαι μικρός κάθουμουν συχνά στο κατώφλι του σπιτιού μας, έλαμπε ο ήλιος, καίγουνταν ο αγέρας, σ' ένα μεγάλο σπίτι στη γειτονιά πατούσαν σταφύλια, μύριζε ο κόσμος μούστο, κι εγώ σφαλνούσα τα μάτια ευτυχισμένος, άπλωνα τις φούχτες και περίμενα, κι έρχουνταν ο Θεός, όσο ήμουν παιδί ποτέ δε με γέλασε, έρχουνταν, παιδί κι αυτός σαν και μένα, και μού 'βαζε στα χέρια τα παιχνιδάκια του τον ήλιο, το φεγγάρι, τον άνεμο. "Χάρισμά σου" μού 'λεγε "χάρισμά σου, παίξε μαζί τους, εγώ έχω κι άλλα." Άνοιγα τα μάτια, ο Θεός εξαφανίζουνταν μα απόμεναν στα χέρια μου τα παιχνιδάκια του. (Νίκος Καζαντζάκης, "Αναφορά στον Γκρέκο")
Η μάνα μου.
Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….