Η ψυχή των καραβιών.

Του Διαμαντή Μπασαντή

Παροπλισμένα καράβια στην Κυνοσούρα. Πίνακας του ανδριώτη ζωγράφου Μ. Τζανουλίνου
Έτσι έζησα. Ανάμεσα σε καράβια που έφευγαν κι επέστρεφαν κουβαλώντας μνήμες, φωτεινές και πολύχρωμες. Κουβαλώντας εικόνες, ξεφτισμένες κι ασπρόμαυρες. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν κάποιες στιγμές. Λίγο θαμπές, είναι αλήθεια, από τον χρόνο και την απόσταση.
Η πρώτη, περπατούσαμε με τον πατέρα στο κατάστρωμα του υπερωκεανίου «Βασίλισσα Φρειδερίκη». Το μεγάλο πλοίο δεμένο στην προκυμαία του παλιού τελωνείου στον Πειραιά. Ήμουν τεσσάρων χρονών. Η δεύτερη, στο λίμπερτι «Γρηγόριος Κ. ΙΙΙ». Το πλοίο μόλις είχε δέσει στην προκυμαία του Άγιου Διονύση. Ήμουν οκτώ χρονών. Η τρίτη, στο «Β. Ελλάς» στη ράδα του Πειραιά. Τον περίμενα να τελειώσει τη βάρδια στη μηχανή. Ήμουν έντεκα χρονών.
Όσο ζούσε ο πατέρας τα πλοία στο λιμάνι μου έδιναν είχαν μια αίσθηση περιπλάνησης, νοσταλγίας κι αποχαιρετισμού. Κάτι ανάμεσα στη  λαχτάρα της αναχώρησης και την οικειότητα της επιστροφής. Από την μέρα που πέθανε απόκτησαν την αίσθηση μιας μάταιης αναμονής, αλλά και μιας αέναης αναζήτησης…
*****
Έτσι έζησα. Ταξιδεύοντας σε λιμάνια που έφτασε ο πατέρας πριν από μένα. Σημάδια απροσδόκητα. Το μεταμεσονύκτιο Ντόβερ. Οι άδειες προκυμαίες στο Λίβερπουλ. Τα σιωπηλά ντοκ του ανατολικού Λονδίνου. Οι πολύβουες προβλήτες της Νέας Υόρκης. Τα ντοκ της Σαγκάης, αχνά στην πρωινή ομίχλη του ποταμού. Ένα ατέλειωτο σούρουπο στο καλοκαιρινό Όσλο. Ένα λαμπερό πρωινό στην Κοπεγχάγη. Ένα γαλήνιο απόβραδο στην προκυμαία της Νέας Ορλεάνης. Και ένα συννεφιασμένο απομεσήμερο στο λιμάνι της Αμβέρσας…
Έτσι έζησα. Κοιτάζοντας με νοσταλγία τα αγκυροβολημένα πλοία στα λιμάνια. Σα να έβλεπα πάνω τους να ταξιδεύει ακόμα τον γέρο-ναυτικό με την τραγιάσκα, το χοντρό πανωφόρι και το τσιγάρο στο στόμα. Σ’ ένα μυστικό μπάρκο για Βομβάη, Σουέζ και Περσικό...
*****
Τον κατευόδωσα ένα ήσυχο ανοιξιάτικο απόβραδο. Είχα κατέβει στο λιμάνι τελευταία φορά. Για να πάρω τα πράγματα που είχε στις τσέπες τη μέρα που πέθανε στο καράβι: Λίγα κέρματα, ένα σημειωματάριο και τα κλειδιά του σπιτιού. Περπάτησα μετά μόνος στην Πειραϊκή. Κάθισα στα βράχια κοιτώντας τα καράβια στη ράδα. Ο αχνός καπνός από τις τσιμινιέρες τους θύμιζε κάτι από την αθόρυβη παρουσία του στο ταξίδι μου, που τώρα συνέχιζε χωρίς αυτόν…
Μια ζωή έφευγε. Δεν πρόλαβε να γυρίσει. Δεν πρόλαβα να τον αποχαιρετίσω. Το τελευταίο πρωινό έφυγε νωρίς. Είχε βάρδια. Μάθαμε τα νέα την επομένη από ένα ξαφνικό τηλεφώνημα. Πήραν και ζήτησαν τον μεγάλο γιό του. Ήμουν 22 ετών…
*****
Από όλες τις μνήμες εκείνη που με στοίχειωσε ήταν των παλιών παροπλισμένων καραβιών στο στενό της Σαλαμίνας. Δεμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Δίχως πληρώματα. Δίχως προορισμό. Αφημένα στη φθορά του χρόνου και της θάλασσας. Περιμένοντας σιωπηλά ένα ακόμα ναύλο ή μια τελευταία διαδρομή για το διαλυτήριο. Συντροφιά. Φορτηγά, τάνκερ, επιβατηγά. Πλοία που πέρασαν ωκεανούς και πόντους. Που έφτασαν σε λιμάνια μακρινά και παράξενα. Σε λιμάνια μεγάλα και πολύβουα. Πλοία που πάλεψαν με τα κύματα ταξιδεύοντας στο πιο βόρειο ή στο πιο νότιο σημείο του χάρτη. Μεταφέροντας φορτία κι ανθρώπους, χαρές και λύπες, ελπίδες κι απογοητεύσεις, κέρδη και ζημιές. Πλοία που έζησαν πάθη και πόθους. Και αναμετρήθηκαν με δύσκολες θάλασσες. Τώρα ξεχασμένα στα σκουριασμένα νερά των αγκυροβολίων περιμένουν ένα αβέβαιο αύριο. Σε ένα από αυτά έσβησε ένα βράδυ ο πατέρας…
*****
Τα χρόνια πέρασαν. Μια καλοκαιρινή μέρα βρέθηκα τυχαία σε μια έκθεση ζωγραφικής στην Άνδρο. Ξαφνιασμένος στάθηκα μπροστά σ’ έναν πίνακα. Απεικόνιζε δύο από εκείνα τα καράβια. Δεμένα μαζί. Μοναχικά. Θλιμμένα. Εγκαταλειμμένα. Περίμεναν την μοίρα τους. Απέναντι ένας άλλος πίνακας. Εκεί, το καράβι είχε ξεφύγει από τη μοίρα του. Ένα ανεμοδαρμένο βράδυ το ξέσυρε η θάλασσα. Και το ακούμπησε σε μια βραχώδη ακτή του νησιού. Γλύτωσε το διαλυτήριο. Κι απόμεινε ένα σιδερένιο γλυπτό πάνω στα βράχια. Να το φθείρει αργά το κύμα κι ο χρόνος…
Ο ζωγράφος με πλησίασε συνεσταλμένα λέγοντας: «Είναι σαν να μιλούν. Σαν να λέει καθένα του τη δική του ιστορία. Κάθε καράβι και μια κιβωτός ονείρων»!
Του έγνεψα. Και πρόσθεσα: «Ναι, γιατί τα καράβια κουβαλάνε κάτι από τις ψυχές όλων όσων ταξίδεψαν μαζί τους…»

Σημ. Δημοσιεύθηκε στο τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ - τεύχος Απριλίου 2014 - στο αφιέρωμα για τα ΛΙΜΑΝΙΑ
Αφιερωμένο στον ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ !!!
Πηγή: enandro.gr

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Τρύγος και το κρασί στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα.